- απολιθώνομαι
- απολιθώνομαι, απολιθώθηκα, απολιθωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραπήγνυμι — και παραπηγνύω ΜΑ προσθέτω κάτι ως υποσημείωση αρχ. 1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῡ νεκροῡ», Ηρόδ. β. «παρὰ δ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῑς… … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
πωροποιούμαι — έομαι, Α μεταβάλλομαι σε πώρο, απολιθώνομαι, σκληραίνω («πεπωροποιημένης τῆς οὐρήθρας», Άντυλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + ποιοῦμαι] … Dictionary of Greek
συναποπετρούμαι — όομαι, Μ απολιθώνομαι μαζί με άλλον («τὸν παράκτιον χῶρον τῷ πάγει συναποπετρωθῆναι», Νικηφ. Πατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπετροῦμαι «μεταβάλλομαι σε πέτρα»] … Dictionary of Greek
μαρμαρώνω — μαρμάρωσα, μαρμαρωμένος 1. μτβ., επιστρώνω με μάρμαρο: Μαρμάρωσε την αυλή του. 2. μεταβάλλω κάτι ζωντανό σε μάρμαρο, απολιθώνω: Ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. 3. μτφ., τρομάζω κάποιον ώστε να μείνει ακίνητος και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετρώνω — πέτρωσα, πετρώθηκα, πετρωμένος 1. μεταβάλλω κάτι σε πέτρα, απολιθώνω: Πέτρωσε ο Άγιος το καράβι καταμεσής στη θάλασσα. 2. απολιθώνομαι, σκληραίνω: Το γλυκό πέτρωσε. 3. μτφ., μένω ακίνητος από φόβο, έκπληξη κτλ.: Μόλις τον είδε, πέτρωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πωρώνομαι — πωρώθηκα, πωρωμένος, απολιθώνομαι, παθαίνω ηθική διάβρωση, γίνομαι ηθικά αναίσθητος: Πωρωμένη συνείδηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)